Ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής της 20ης Ιουλίου του 1974, και της συνεχιζόμενης παράνομης κατοχής, του 36.2% της επικράτειας της ΚΔ από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα, 170.000 Ελληνοκύπριοι οι οποίοι πριν την εισβολή αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού στις κατεχόμενες περιοχές, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Σύμφωνα δε, με επίσημα στοιχεία του Τμήματος Κτηματολογίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, του έτους 1964, οι Ελληνοκύπριοι ήταν ιδιοκτήτες του 78% περίπου της ιδιωτικής γης στις περιοχές που σήμερα κατέχονται από τον τουρκικό στρατό, ενώ οι Τουρκοκύπριοι είχαν υπό την ιδιοκτησία τους το 21% περίπου της ιδιωτικής γης στις υπό τουρκική κατοχή περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Υπενθυμίζεται ότι το Καθεστώς στις κατεχόμενες περιοχές είναι μια παράνομη αποσχιστική οντότητα. Σχετικά είναι τα Ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τα οποία καλούν όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και να μην αναγνωρίσουν άλλο κράτος στην Κύπρο πέρα από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Οι εκτοπισμένοι της τουρκικής εισβολής, εμποδίζονται ακόμα και σήμερα από τον τουρκικό κατοχικό στρατό από του να επιστρέψουν στις περιουσίες τους, αλλά και από την ειρηνική απόλαυση αυτών, κατά παράβαση των Συμβάσεων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και του διεθνούς και εθνικού δικαίου. Σύμφωνα δε τις “Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για Αποκατάσταση στις Οικίες και στις Περιουσίες τους των Προσφύγων και των Εκτοπισμένων”, “Αρχές Πινέιρο” (United Nations Principles on Housing and Property Restitution for Refugees and Displaced Persons) «όλοι οι πρόσφυγες και εκτοπισμένοι έχουν το δικαίωμα να αποκατασταθούν σε όποια κατοικία, γη ή ιδιοκτησία, από την οποία έχουν αποστερηθεί παράνομα».
Ξένοι πολίτες προειδοποιούνται να μην αγοράζουν περιουσίες που ανήκουν σε Ελληνοκυπρίους στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες βρίσκονται υπό Τουρκική στρατιωτική κατοχή από το 1974.
• Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Απόφασή του της 18ης Δεκεμβρίου 1996 για την ατομική προσφυγή της Ελληνοκύπριας εκτοπισμένης ιδιοκτήτριας Τιτίνας Λοϊζίδου από την Κερύνεια εναντίον της Τουρκίας, καθώς και στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας της 10ης Μαΐου 2001, υποστήριξε τα περιουσιακά δικαιώματα των προσφύγων. Στην υπόθεση Λοϊζίδου, το Δικαστήριο διέταξε την Κυβέρνηση της Τουρκίας να αποζημιώσει την αιτήτρια για το χρονικό διάστημα που της αποστέρησε την περιουσία της και να δώσει πλήρη πρόσβαση, καθώς και να επιτρέψει την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της στην Κερύνεια. Το δικαίωμα των εκτοπισμένων ιδιοκτητών στις περιουσίες τους, επαναβεβαιώθηκε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Δεκ. 2005) σχετικά με την αίτηση της Μύρας Ξενίδη – Αρέστη ν. Τουρκίας, και έκτοτε έχει επανειλημμένα επιβεβαιωθεί σε αρκετές υποθέσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από Ελληνοκύπριους νόμιμους ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα, κατά της Τουρκίας.
• Οι Ελληνοκύπριοι νόμιμοι ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα μπορούν να λάβουν δικαστικά μέτρα κατά των σφετεριστών της περιουσίας τους στα αρμόδια δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την απόφασή του ημερομηνίας 15 Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση Μελέτιος Αποστολίδης ν. Ντέιβιντ και Λίντα Όραμς, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας βρήκε τους κατηγορούμενους ένοχους για καταπάτηση της περιουσίας του παραπονούμενου, διατάσσοντάς τους να κατεδαφίσουν την έπαυλη και άλλα κτίσματα που ανέγειραν στην περιουσία, να παραδώσουν την κενή ιδιοκτησία στον παραπονούμενο και να καταβάλουν αποζημιώσεις. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 44/2001 της ΕΕ, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορούν να εφαρμοστούν σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον των περιουσιακών στοιχείων των Κατηγορουμένων στη χώρα τους.
Με στόχο την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο κ. Αποστολίδης κατέθεσε τα απαραίτητα έγγραφα στο Αγγλικό Ανώτερο Δικαστήριο. Η υπόθεση κατέληξε στο Αγγλικό Εφετείο, το οποίο απέστειλε πέντε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στις 29 Απριλίου 2009, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως] αναγνώρισε την ορθότητα των θέσεων του κου Αποστολίδη και κατ’ επέκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ακολούθως, το Αγγλικό Εφετείο στις 19 Ιανουαρίου 2010, εξέδωσε την τελική απόφασή του επί της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το Δικαστήριο υπογράμμισε την υποχρέωση σεβασμού της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, και επιβεβαίωσε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κυπριακών δικαστηρίων, ακόμη και σε υποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας περιουσίας που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο αποδεχόμενο ότι θα πρέπει να παρέχεται κάθε ενθάρρυνση για την επίτευξη ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για τη μη αναγνώριση και εφαρμογή μιας νόμιμης απόφασης ενός νόμιμου δικαστηρίου, κράτους μέλους της ΕΕ. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο υπενθύμισε την υποχρέωση που πηγάζει από τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, για σεβασμό προς την εδαφική ακεραιότητα και ενιαία κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία σαφώς περιλαμβάνει την υποχρέωση επίδειξης σεβασμού προς τα Δικαστήρια τα οποία αποτελούν βασικό βραχίονα του κυρίαρχου κράτους, ζητώντας ταυτόχρονα την πραγματοποίηση διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
• Ο Κυπριακός Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, αναφέρει ρητώς ότι κάθε άτομο που εν γνώσει του διαπράττει απάτη με το να εκμεταλλεύεται περιουσία που ανήκει σε άλλο άτομο, χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου, είναι ένοχο κακουργήματος, αλλά και υπόκειται σε ποινή μέχρι 7 χρόνια φυλάκισης. Σύμφωνα με το Νόμο, άτομο που διαπράττει απάτη, θεωρείται αυτό που εμπλέκεται με ξένη ακίνητη περιουσία, την οποία: (α) πωλεί, ενοικιάζει ή υποθηκεύει ή δίνει τη χρήση της σε άλλο άτομο και/ή (β) δημοσιεύει ή με άλλο τρόπο προωθεί την πώληση, ενοικίαση ή υποθήκη ή χρήση του ακινήτου από άλλο άτομο και/ή (γ) ολοκληρώνει συμφωνία για την πώληση, ενοικίαση ή υποθήκη ή χρήση του ακινήτου από άλλο άτομο και/ή (δ) είναι το άτομο που αποδέχεται την πώληση, ενοικίαση ή υποθήκη ή χρήση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας. Αναλόγως των γεγονότων, δύναται να εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εναντίον ατόμων που ενδέχεται να διωχθούν για ανάμειξή τους στα προαναφερθέντα ποινικά αδικήματα στη Δημοκρατία.
Δεδομένων των ανωτέρω, αλλά και του γεγονότος ότι το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας της περιουσίας του καθενός είναι αναφαίρετα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες δικαιούνται νομική προστασία εναντίον κάθε μορφής παράνομης παρέμβασης έναντι αυτών των δικαιωμάτων, είτε υπό μορφή ποινικής διαδικασίας, είτε υπό μορφή διαδικασίας αστικού δικαίου και με σοβαρότατες συνέπειες, όπως επεξηγείται πιο πάνω.
Προειδοποίηση για ξένους πολίτες
Συνεπώς, ξένοι πολίτες που ενδιαφέρονται να αγοράσουν περιουσία στην υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή περιοχή, προτρέπονται όπως εξετάσουν διεξοδικά το νομικό καθεστώς ιδιοκτησίας της σχετικής περιουσίας μέσω του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, έτσι ώστε:
1. να εξακριβώσουν ότι η συναλλαγή δεν πρόκειται να επηρεάσει τα περιουσιακά δικαιώματα των νομίμων ιδιοκτητών, και
2. να διασφαλίσουν ότι ο προτιθέμενος πωλητής είναι ο γνήσιος ιδιοκτήτης της περιουσίας και μπορεί να μεταβιβάσει νόμιμο τίτλο.
Ξένοι επισκέπτες προειδοποιούνται επίσης ότι διαφημιστικό υλικό για περιουσίες που προσφέρονται προς πώληση στις περιοχές, οι οποίες δεν βρίσκονται κάτω από τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυβέρνησης, μπορεί να κατασχεθεί όταν βρεθεί στην κατοχή προσώπων που διέρχονται από τις περιοχές βόρεια της νεκρής ζώνης προς τις περιοχές που βρίσκονται υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεδομένου ότι τα 4/5 των περιουσιών στις περιοχές που βρίσκονται βόρεια της νεκρής ζώνης ανήκουν στους βίαια εκτοπισμένους ιδιοκτήτες (ο όρος «ιδιοκτήτες» περιλαμβάνει και το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας), μπορεί λογικά να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το διαφημιστικό υλικό σχετίζεται με παράνομες δραστηριότητες, ακόμα αν κατά την ώρα της ανακάλυψής του δεν υπάρχει απόδειξη που να συνδέει το αντικείμενο της διαφήμισης με συγκεκριμένους εκτοπισμένους ιδιοκτήτες.
Το εν λόγω υλικό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία σε μελλοντική υπόθεση εναντίον σφετεριστών περιουσίας που βρίσκεται βόρεια της νεκρής ζώνης. Θεωρείται επίσης ως υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη διάπραξη εγκλημάτων, όπως σύμφωνα με το Άρθρο 281 του Ποινικού Κώδικα – χρήση γης εγγεγραμμένης στο όνομα άλλου χωρίς τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη – και το Άρθρο 14 του Νόμου για την Εγγραφή Κτηματομεσιτών – όπου, ουδείς δύναται να ασκήσει το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ή να προβληθεί με αυτή την ιδιότητα, εκτός αν είναι δεόντως εγγεγραμμένος και έχει στην κατοχή του ετήσια άδεια που εκδίδει το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών.
Με βάση τα πιο πάνω, τέτοιο διαφημιστικό υλικό μπορεί να κατασχεθεί, καθώς υπάρχει εύλογη υποψία ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της παράνομης πώλησης περιουσίας στις περιοχές που βρίσκονται βόρεια της νεκρής ζώνης. Μετά την κατάσχεσή του, το εν λόγω υλικό θα διαβιβαστεί στην αστυνομία προς αξιολόγηση και κατάλληλη χρήση. Είναι επιτακτικό όπως ληφθούν πλήρεις καταθέσεις από πρόσωπα που μεταφέρουν αυτό το υλικό, αφού μπορεί να είναι δυνητικοί μάρτυρες σε δικαστικές διαδικασίες. Αν προκύψει εύλογη υποψία ότι το πρόσωπο που κατέχει το υλικό συμμετέχει ενεργά σε κύκλους που προωθούν παράνομες συναλλαγές περιουσιών ή την εκμετάλλευση ξενοδοχείων που ανήκουν σε εκτοπισμένους ιδιοκτήτες, μπορεί να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα σύλληψης.
Μπορείτε να συμβουλευτείτε, επίσης, την ιστοσελίδα http://www.mfa.gov.cy/occupiedarea-properties.