Εξετάζοντας κάποιος όλα τα χρόνια της πολυτάραχης ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας, οφείλει να σταματήσει με ιδιαίτερη προσοχή, δέος, αναλυτική και προπάντων αντικειμενική προσέγγιση στα γεγονότα των Χριστουγέννων του 1963.
Τα Χριστούγεννα του΄63, ήταν η αφετηρία μιας αιμάτινης διαδρομής που άρχισε να χαράσσεται οκτώ χρόνια πριν, όταν η παράνομη τουρκική οργάνωση «ΒΟΛΚΑΝ» (Ηφαίστειο), εκτέλεσε την επιχείρηση εμπρησμών και αντιπαρατάξεων, για να ακολουθήσει η οργανωμένη τρομοκρατία της Τ.Μ.Τ. (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), διαδόχου της «ΒΟΛΚΑΝ» που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Ντενκτάς στην Αγλαντζιά στις 15 Νοεμβρίου 1957. Τα μέλη της επονομάζονταν «μουντζαχεντίν» και στις 20 Ιουλίου 1974 φέρεται ότι αριθμούσε 17.151 . Η Τ.Μ.Τ. εκτέλεσε (με αγγλική συνέργεια) το οργανωμένο έγκλημα του καλοκαιριού του 1958, με αποκορύφωμα τη σφαγή του Κιόνελι, στις 12 Ιουνίου 1958. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέλη της Τ.Μ.Τ συνελήφθησαν να μεταφέρουν στην Κύπρο, σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό από την Τουρκία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στις 30 Νοεμβρίου 1963, ο Μακάριος διαβίβασε καλοπροαίρετα (με παρότρυνση των άγγλων) προς τον Φαντίλ Κουτσιούκ (αντιπρόεδρο της κυβέρνησης) έγγραφο, στο οποίο υποστήριζε/πρότεινε αναθεωρήσεις του Συντάγματος σε 13 άρθρα του. Μοναδικός στόχος της πρωτοβουλίας αυτής του Κύπριου Πρόεδρου ήταν να λειτουργήσει επιτέλους το κράτος (που προέκυψε μέσα από τις άδικες/επαίσχυντες για τους Έλληνες συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου), το οποίο δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά, ύστερα από τα συνεχή VETO των Τούρκων σε σημαντικές αποφάσεις της Κυβέρνησης και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τα 13 σημεία των προτάσεων Μακαρίου έσπευσε να απορρίψει η τουρκική κυβέρνηση στις 6 Δεκεμβρίου 1963 και ο τούρκος πρέσβης Οζκόλ επέδωσε στον Πρόεδρο Μακάριο επίσημη απορριπτική διακοίνωση, η οποία όμως απορρίφθηκε σαν απαράδεκτη ανάμιξη στα εσωτερικά της Κύπρου. H Άγκυρα απέρριπτε τις προτάσεις με την ακόλουθη δήλωση: «Ο αντιπρόεδρος Δρ. Κουτσιούκ δεν έχει ούτε πρόκειται να εκφράσει τις δικές του απόψεις προτού πάρει οδηγίες από εμάς. Ελπίζω να μην φαντάζονται οι Έλληνες ότι θα αφήναμε τον χειρισμό ενός τόσο σοβαρού ζητήματος στην τουρκοκυπριακή ηγεσία».
Τα όσα ακολούθησαν επιβεβαιώνουν ξεκάθαρα τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας. Στις 2:30 περίπου, πρωινό της 21ης Δεκεμβρίου 1963, έλαβε χώρα η πρώτη οργανωμένη τουρκική προκλητική δόλια ενέργεια (προβοκάτσια) που κατέληξε σε αιματηρό επεισόδιο στην οδό Ερμού της Κυπριακής Πρωτεύουσας. Σε ένα συνήθη έλεγχο της αστυνομίας, μέλη του Αστυνομικού Σώματος σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο Τούρκοι και δύο Τουρκάλες. Ο οδηγός δεν δέχθηκε τη διενέργεια έρευνας, αντέδρασε κι επακολούθησε συμπλοκή. Ομάδες Τούρκων εφόρμησαν από τις βόρειες προσβάσεις, οι αστυνομικοί τράβηξαν περίστροφα, τα όπλα κροτάλισαν και η σύγκρουση γρήγορα επεκτάθηκε.
Οι τρομοκράτες πήραν θέσεις στους ψηλούς μιναρέδες και πυροβολούσαν προς κάθε κατεύθυνση. Αργότερα, το ίδιο πρωί, μεταδόθηκε ότι στη συμπλοκή που προηγήθηκε έχασαν τη ζωή τους η Σελιχέ Χαλήλ, άλλως Τζεμαλιέ κι ο Σεκκί Χαλήλ και τραυματίσθηκε ο αστυνομικός Μιχαήλ Σάββα Πίσσης.
Έγραψε την επομένη η εφημερίδα «Πατρίς»: «Εφονεύθη μία πόρνη και κατέρρευσεν εν κράτος! Φαινόμενον μοναδικόν εις την παγκόσμιον ιστορία. Γεγονός συμβολικόν της σαθρότητας του κράτους, το οποίον διελύθη μετά από εν τυχαίον επεισόδιον ρίψεως πυροβολισμών και φόνου μιάς γυναικός ελευθερίων ηθών. Ολίγων προ της αυγής της 21ης Δεκεμβρίου 1963, προ τριών ακριβώς ετών, η “κυρίαρχος” και “ανεξάρτητος” Κυπριακή “Δημοκρατία” εξέπνεε ταυτοχρόνως με την αιμόφυρτον τούρκισαν πόρνην Τζεμαλιέ! Βίαιως θάνατος επισφράγισε τον αμαρτωλόν βίον αμφοτέρων!».
Η περιοχή στην οποία οι Τούρκοι δημιούργησαν το πρώτο αιματηρό επεισόδιο βρισκόταν σε μια γειτονιά συνήθως έρημη και ερεβώδη, σε ένα σημείο όπου άρχιζε η τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, στην ιστορική και άλλοτε ακμάζουσα συνοικία Αγίου Κασιανού και Χρυσαλινιώτισσας. Η επιλογή τους αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, το σχέδιο τους προέβλεπε τη δημιουργία ενός ειδικού θύλακα, εντός του οποίου δεν θα υπήρχε κανένας Έλληνας και στον οποίο δεν θα ασκούσε καμία απολύτως εξουσία η νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου.
Τα βόρια προάστια της Λευκωσίας αποτελούσαν την ιδανική λύση για τη δημιουργία ενός τέτοιου κλειστού θύλακα γιατί με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι αποκτούσαν το πλεονέκτημα να γειτνιάζουν, με περιοχές όπως είναι η περιοχή Κιόνελη-Αγύρτας, στην οποία βρισκόταν και το στρατόπεδο της Τουρκικής Δύναμης Κύπρου (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.). Επιπροσθέτως από την περιοχή αυτή περνούσε η κύρια οδική αρτηρία, η οποία συνδέει τη Λευκωσία με την Κερύνεια, εκατέρωθεν της οποίας δεσπόζουν οι κορυφογραμμές της Άσπρης Μούτης και του Αγίου Ιλαρίωνος, τις οποίες επίσης κατέλαβαν. Από τη διάβαση αυτή πέρασε ο κύριος όγκος των δυνάμεων εισβολής τον Ιούλιο του 1974, μετά τη διάσπαση της κύριας γραμμής αντιστάσεως στην περιοχή της Κερύνειας.
Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1963, η ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. κινείται απειλητικά εναντίον Ελληνοκυπριακών θέσεων, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη υπερίπτανται της Λευκωσίας και πολεμικά σκάφη του τουρκικού στόλου, πλησιάζουν τις βόρειες ακτές της Κύπρου. Η Ελληνική κυβέρνηση διαμηνύει στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) να παραμείνει εντός του στρατοπέδου της. Ο Μακάριος επικοινωνεί με την Αθήνα ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια «Δεν θα μπλέξω την Ελλάδα σε πόλεμο, για τα δικά σας λάθη», ήταν η απάντηση του υπουργού Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν συγχώρησε ποτέ τον Αρχιεπίσκοπο, για το γεγονός, ότι δεν την ενημέρωσε για την πρόθεση του να υποβάλει προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος. «Δεν δύναμαι να γίνομαι ουραγός της κυπριακής κυβερνήσεως», δήλωσε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, αφήνοντας μάλιστα υπονοούμενα σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του Κύπριου προέδρου, εκφράζοντας ευθέως την άποψη, ότι η ενέργεια ενδεχομένως στόχευε στην αποσταθεροποίηση της ασταθούς κυβερνήσεως του!
Τα πρώτα κύματα των στασιαστών αντιμετωπίσθηκαν με γενναιότητα από Έλληνες Κύπριους (Ε/Κ) εθελοντές, καθώς και στρατιώτες του υποτυπώδους Κυπριακού Στρατού και αστυνομικούς. Επικεφαλείς των ομάδων αντιστάσεως ήταν κυρίως αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α., όπως ο Τάσος Μάρκου, ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο Νίκος Σαμψών και ο Νίκος Λεφτής.
Η πράσινη γραμμή
Ακολούθησαν μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ Ελλάδας, Ηνωμένου Βασιλείου και Τουρκίας για την επίτευξη εκεχειρίας. Στις 30 Δεκεμβρίου 1963, υπογράφθηκε από τους Μακάριο και Κουτσιούκ η πρώτη συμφωνία καταπαύσεως του πυρός. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή (η διαχωριστική γραμμή ονομάσθηκε πράσινη, επειδή ο Βρετανός στρατηγός Γιάνγκ την έσυρε στο χάρτη χρησιμοποιώντας πράσινο μολύβι), κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της και έτσι ο διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων στην Λευκωσία καθίσταται πλέον μόνιμος. Ανάμεσα στους αντιμαχόμενους παρεμβλήθηκαν άγγλοι στρατιώτες των Βάσεων αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή/ειρηνευτή! Η πράσινη γραμμή είναι η πλέον οδυνηρή εξέλιξη που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις.
Με εντολή Ρ. Ντενκτάς οι Τούρκοι Κύπριοι (Τ/Κ) εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες και τις εργασίες τους και κλείνονται σε θύλακες που είχαν δημιουργηθεί σε όλες σχεδόν τις πόλεις και άλλες περιοχές της Κύπρου. Πολλοί από αυτούς εγκαταλείπουν τα σπίτια τους με δάκρυα στα μάτια. Κάποιοι αντιστέκονται αρνούμενοι να πειθαρχήσουν στο παρακράτος Ντενκτάς. Για να κάψει την αντίσταση τους, ο Ντενκτάς δεν διστάζει να διατάξει τη δολοφονία τους από τους «μυστικούς» πράκτορες της Τ.Μ.Τ. Το αδίστακτο δολοφονικό χέρι του επιβάλλει δια πυρός και σιδήρου τα διχοτομικά του σχέδια με θύματα Κύπριους πολίτες και από τις δύο κοινότητες.
«Η ετοιμότητα των Τούρκων για τις συγκρούσεις των ματωμένων Χριστουγέννων του 1963 αποδεικνύεται από τον άρτιο εξοπλισμό τον οποίο διέθεταν σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ελλήνων οι οποίοι μπήκαν στις μάχες με παμπάλαια όπλα, ακόμα και κυνηγετικά. Παρά την προπαγάνδα που αναπτύσσεται από γνωστούς ανθελληνικούς κύκλους, η αλήθεια είναι ότι μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, ενώ η Ε.Ο.Κ.Α. παρέδωσε τον οπλισμό της, δεν έπραξε το ίδιο και η παράνομη τουρκική οργάνωση Τ.Μ.Τ.
«Παράνομες και αιμοσταγείς τουρκικές συμμορίες καθοδηγούμενες με σατανικό τρόπο από τον Ραούφ Ντενκτάς δεν δίσταζαν να δολοφονούν ακόμη και Τ/Κ που εργάζονταν με ζήλο για την ειρηνική συνύπαρξη. Θύματα τους μεταξύ των άλλων οι δικηγόροι και δημοσιογράφοι Αιχάν Χικμέτ και Αχμέτ Μουσαφέρ Γκιουρκάν, εκδότες της εφημερίδας «Μποζκούρτ» οι οποίοι δολοφονήθηκαν τον Απρίλιο του 1962, από την Τ.Μ.Τ. Η ίδια οργάνωση πραγματοποίησε ακόμα δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους». (D. Markides, «Η Μεταβατική Περίοδος, Φεβρουάριος 1959 - Αύγουστος 1960».
Η υπόθεση της «μπανιέρας» - Χριστούγεννα 1963
Η μαρτυρία της Σεβίμ Ουλφέτ είναι χρήσιμη, για να βρει την πραγματική της εξήγηση και η φρικιαστική ιστορία της περιβόητης «μπανιέρας» των Χριστουγέννων του 1963: Για να προπαγανδίσουν, μέσω του βρετανικού Τύπου σε όλο τον κόσμο, «την βαρβαρότητα των Ε/Κ του αιμοβόρου Μακάριου σε πράξεις γενοκτονίας των Τ/Κ», παρουσίασαν τη φωτογραφία μιας μητέρας και των τριών παιδιών της, νεκρών μέσα στα αίματα στο μπάνιο. Πρόκειται για ένα από τα πολλά σκηνοθετημένα προβοκατόρικα περιστατικά των πρακτόρων της Τ.Μ.Τ. και του Ραούφ Ντενκτάς στα πλαίσια της πιο ελεεινής τουρκικής προπαγάνδας! Ο άνθρωπος, που το 1963 φωτογράφισε τη φρικιαστική σκηνή και οι φωτογραφίες του έγιναν κύριο μέσο προπαγάνδας, ήταν ο Τούρκος δημοσιογράφος Αχμέτ Μπαράν.
Το 1985, ως επικεφαλής του γραφείου του τουρκικού ειδησεογραφικού πρακτορείου «Ανατονλού» στην Αθήνα, ο Αχμέτ Μπαράν αποκάλυψε στον δημοσιογράφο Κώστα Γεννάρη ότι: «Το έγκλημα είχε διαπράξει σε κατάσταση αμόκ ο Τούρκος ταγματάρχης Νιχάτ Ιλχάν, που υπηρετούσε στην Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.), με θύματα την σύζυγο του και τα παιδιά του. Το σπίτι του (όπου έγινε το έγκλημα) βρισκόταν στο κέντρο της τουρκικής συνοικίας, όπου ποτέ δεν έφτασε οποιοδήποτε τμήμα των ελληνοκυπριακών δυνάμεων». («Αιματηρή Αλήθεια», σελ 67 - από Κώστας Γεννάρης «Εξ Ανατoλών»). Η ίδια ακριβώς λογική Ντενκτάς του 1958, όπως την κατέγραψε ο υπηρετήσας στην Τ.Μ.Τ. Αρίφ Χασάν Ταχσίν, στο βιβλίο του Κώστα Γεννάρη, «Αυτοί οι νεκροί μας είναι χρήσιμοι».
«Όμως, εκείνη την νύχτα με άφησε άφωνο. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς κανένα προϊδεασμό ο Αχμέτ μου είπε: “Ξέρεις, εκείνη την φωτογραφία με τα τρία παιδιά και την μητέρα τους δολοφονημένους μέσα στο μπάνιο, εγώ τράβηξα εκείνη την φωτογραφία”. Είπε πως εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Κύπρο, για να καλύψει τις διακοινοτικές ταραχές του 1963.
Ένα βράδυ, όπως έπινε τον καφέ του με μερικούς φίλους σ’ ένα μπαρ της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, μπήκαν δύο ένοπλοι και ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Τον πήραν με αυτοκίνητο στο σπίτι που είχε γίνει το έγκλημα. Μόλις έφθασαν, είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος από άλλους ένοπλους και αξιωματικούς του τουρκικού αποσπάσματος στην Κύπρο, οι οποίοι τον διέταξαν να φωτογραφίσει το έγκλημα. Έκαμε ότι τον διέταξαν και, τότε, ένας από τους ένοπλους του ζήτησε να παραδώσει το φιλμ και να ξεχάσει ότι έκαμε και ότι είδε. Ο Αχμέτ ήθελε να μάθει τι πραγματικά είχε συμβεί και το έμαθε.
Ο πατέρας των τριών παιδιών είχε τρελαθεί. Εκτέλεσε τα παιδιά και την γυναίκα του και μετά εξαφανίστηκε. Τον απομάκρυνε ο τουρκικός στρατός, για να εμφανιστεί και πάλι μετά από 24 χρόνια να υπηρετεί κάπου βαθιά στην Ανατολία, παντρεμένος ξανά».
Ο Αχμέτ είπε στον Κώστα Γεννάρη ότι το έγκλημα ούτε καν έγινε στην Ομορφίτα, όπως διατείνεται η τουρκική προπαγάνδα. Εκτελέσθηκε σε μια περιοχή βαθιά, στην καρδιά της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, όπου οι Ε/Κ δεν μπορούσαν να πλησιάσουν.
Ο Κώστας Γεννάρης προσθέτει στο βιβλίο του: «Ερευνώντας για το βιβλίο μου, βρήκα πολλά άλλα παρόμοια περιστατικά, που εξυπηρέτησαν τα τουρκικά συμφέροντα και τους στόχους της Άγκυρας και που η Τ.Μ.Τ. ενεργοποίησε ως την πολιτική της στην Κύπρο […].
Ο Αχμέτ Μπαράν ήθελε να πει σε κάποιον την αλήθεια, δεν επιθυμούσε να πεθάνει χωρίς να έχει ξεσκεπάσει εκείνη τη σοβαρή αδικία σε βάρος των Ελληνοκυπρίων. Μίλησε στον Κώστα Γεννάρη, με την προϋπόθεση “ο Γεννάρης να μην πει τίποτε ενώ ο Μπαράν ζούσε”». Ο Κώστας Γεννάρης τήρησε την υπόσχεση του και αποκάλυψε την αληθινή ιστορία, μετά από το θάνατο του Μπαράν.
Για το θέμα αυτό η εφημερίδα «Χαραυγή», εκφραστικό όργανο του Α.Κ.Ε.Λ. έγραψε στις 07.02.1964: «Ο Αμερικανικός Τύπος, απηχώντας τις απόψεις της Ουάσιγκτων, αποδύθηκε σε ανίερη ανθελληνική εκστρατεία κατηγορώντας τους Ελληνοκυπρίους ως δολοφόνους παιδιών, γυναικών και γερόντων, δικαιώνοντας έτσι τους Τουρκοκυπρίους εξτρεμιστές, που φωνασκούν ότι είναι αδύνατη η ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων και ότι η μόνη λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διχοτόμηση».
Η ελεεινή μυθοπλασία της τουρκικής μαύρης προπαγάνδας που παραποιούσε ασύστολα τα γεγονότα και προσπαθούσε να φορτώσει τα αποτρόπαια εγκλήματα της στους Έ/Κ, υιοθετήθηκε και από Έλληνες συγγραφείς βιβλίων! Μια τέτοια κραυγαλέα περίπτωση αποτελούν οι αναφορές του Αθανάσιου Στριγά στο βιβλίο του «ΚΥΠΡΟΣ - ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ», όπου περιγράφονται περιστατικά βιαιοτήτων με πρωταγωνιστές Έ/Κ (όπως αυτό της «μπανιέρας») που αποδίδεται στον Νικόλαο Σαμψών! Πιο συγκεκριμένα στην σελίδα 56 παρουσιάζεται σχετική φωτογραφία με την περιγραφή: «Η γυναίκα του στρατιωτικού γιατρού της «ΤΟΥΡΔΥΚ» και τα τρία του παιδιά σφαγμένα μέσα στην μπανιέρα από την Πολιτοφυλακή του Σαμψών μετά την ανακατάληψη της Ομορφίτας».
Ο Ιχσάν Αλή απαντά στην Τουρκική προπαγάνδα
Κύρια κατεύθυνση της τουρκικής προπαγάνδας ήταν ότι, η διά της βίας μετακίνηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού έγινε, προκειμένου να προστατευθεί από την εξόντωση και τις σφαγές, που σχεδίαζαν εναντίον των Τ/Κ ο Μακάριος και οι Έ/Κ.
Την τουρκική προπαγάνδα αντέκρουσαν με ιδιαίτερη πειστικότητα οι (τουρκικές) απαντήσεις του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου (που αργότερα δολοφονήθηκε από την Τ.Μ.Τ. μαζί με τον Κώστα Μισιαούλη), του Ιμπραχίμ Χασάν Αζίζ και του Νουρεττίν Μεχμέτ Σεφέρογλου, αλλά κυρίως του Δρ. Ιχσάν Αλή.
Στις 5 Νοεμβρίου 1964, ο Δρ. Ιχσάν Αλή απέστειλε εκτενή επιστολή προς τον Φιλανδό διοικητή της Ειρηνευτικής Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) στρατηγό Τιμάγια, όπου μεταξύ άλλων έγραφε:
«Είναι καθήκον όλων μας να μην επιτρέψουμε στα όργανα του αρχιτρομοκράτη Ντενκτάς ν’ αυξήσουν τα δεινά που υφίσταται η τουρκική κοινότητα στην Κύπρο. Η τ/κ ηγεσία έχει σκορπίσει την τρομοκρατία σε όλη την κοινότητα και έχει επιβάλει αστυνομικό καθεστώς, κάτω από το οποίο κανένας δεν μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του. Όποιος εκφράσει τη γνώμη του ή τους επικρίνει, είτε ξυλοδέρνεται είτε εκτελείται. Σαν αποτέλεσμα αυτής της απάνθρωπης μεταχειρίσεως, οι συμπατριώτες μας έχουν μεταβληθεί σε ρομπότ στα χέρια των ηγετών τους» (Δρ. Ιχσάν Αλή, 12/05/1965).
«Αναμφισβήτητα οι Τ/Κ κινδυνεύουν από τους Τούρκους τρομοκράτες και όχι από τους Έλληνες, όπως ισχυρίστηκε ο Τούρκος αντιπρόσωπος στα Η.Ε.» (Δρ Ιχσάν Αλή, τηλεγράφημα προς τον Γ.Γ του ΟΗΕ, 08/12/1965).
Η απάντηση του Ιχσάν Αλή, στους παραχαράκτες ιστορίας
«Μια δράκα φασίστες, βοηθούμενοι από τους ιμπεριαλιστές και χρησιμοποιώντας όπλα και φασιστικές μέθοδες, άρπαξαν την ηγεσία της τουρκικής κοινότητας». «Αυτοί είναι οι υπεύθυνοι για τα βάσανα του τ/κ πληθυσμού. Η φασιστική αυτή ομάδα εμποδίζει τον τουρκικό πληθυσμό να εκφράσει τα αληθινά του αισθήματα. Στο σκοτάδι της νύχτας πυροβολούν και δολοφονούν δημοκρατικούς δημοσιογράφους και προοδευτικούς παράγοντες της κοινότητάς μας. Συλλαμβάνουν, απάγουν και φυλακίζουν όσους τολμούν να μιλήσουν ελεύθερα και να εκφράσουν τις σκέψεις τους. Τους βασανίζουν με μεσαιωνικά όργανα χιτλερικής επινόησης. Με τη βοήθεια των πρακτόρων τους ξεσπίτωσαν κάπου 20 χιλιάδες Τούρκους και τους μάντρισαν σε τόπους που δεν διαφέρουν από στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Κι άλλες απτές αποδείξεις για τους διαστρεβλωτές της ιστορίας
Μαρτυρία της Τ/Κ δασκάλας Σεβίμ Ουλφέτ (ο Ουλούς Ουλφέτ, αδελφός της δασκάλας Σεβίμ Ουλφέτ, είχε σκοτωθεί στην Ομορφίτα στις 30 Αυγούστου 1957, μαζί με τους Μουσταφά Ερτάν, Κουμπιλάι Αλταϊλί και Ισμαήλ Μπέιογλου, από βόμβα που οι ίδιοι κατασκεύαζαν), η οποία βρέθηκε κατά τη διάρκεια επεισοδίων, της 27ης Ιανουαρίου 1958, σε κλινική, όπου συνάντησε τυχαία τον Ραούφ Ντενκτάς:
«Η κλινική είχε γεμίσει με τραυματίες και νεκρούς. Κάποια στιγμή είδα τον Ντενκτάς και του είπα: «Για όνομα του Θεού, δώσε εντολή να σταματήσουν επιτέλους αυτοί οι σκοτωμοί. Κι εκείνος μου έδωσε την εξής απάντηση: “Οι νεκροί αυτοί, μας είναι χρήσιμοι. Μ’ αυτούς θα κάνουμε να ακουστεί η φωνή μας στον κόσμο”. “Τότε γιατί δεν πεθαίνετε εσείς και ο δρ Κιουτσούκ; Θα ακουστεί καλύτερα η φωνή μας”, του είπα”». («Αιματηρή Αλήθεια»», από το βιβλίο του Αρίφ Χασάν Ταχσίν, σελ 66).
*Απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο μου.
Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή
Αναπλ. καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας
Από το Μονάγρι Λεμεσού
a.avgoustis@hotmail.com