Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Συνεργασία με τις ΑΠΟΨΕΙΣ και την HELLAS JOURNAL
Περνώ μέσα από την Κερύνεια. Μπροστά από τα μεγάλα μαγαζιά, τα μικρά καταστήματα, τα εστιατόρια, τα καφέ, τα μικρά και τα μεγάλα κτίρια. Ο φίλος μου που είναι στο τιμόνι στρίβει από στενά σοκάκια για να αποφύγει τις μακριές ουρές αυτοκινήτων.
Και αυτά έχουν πολυκοσμία όπως η κύρια λεωφόρος. Δεν υπάρχει κανένα γνωστό πρόσωπο. Και τα καταστήματα και το πλήθος είναι από την Τουρκία. «Η Κερύνεια μετατράπηκε σε πόλη της Τουρκία», του είπα. Με κοίταξε με πόνο. «Μόνο η Κερύνεια; Όλες δικές της έγιναν», μου είπε. Ύστερα καθώς ανηφορίζαμε στον δρόμο ατένισα τα βουνά. Πάνω στις ψηλές βουνοκορφές είχαν πλάκωσει μαύρα σύννεφα.
Ο ουρανός οσονούπω θα άρχιζε να βρέχει. Προσπάθησα να νιώσω τι νιώθει ένας Ελληνοκύπριος, ο οποίος περνάει από εδώ. Πρέπει να είναι κάτι πολύ θλιβερό. Τι ήταν πριν 44 χρόνια και τι έγινε τώρα; Στράφηκα ξανά προς τον φίλο μου. «Αν ήμουν Ελληνοκύπριος δεν θα έσβηνε καθόλου μέσα μου η φωτιά της Κερύνειας», του είπα, «αλλά είμαι Τουρκοκύπριος και νιώθω και εγώ αυτό που νιώθει».
Η Κερύνεια ούτε για εμάς ήταν χρήσιμη, ούτε για εκείνους. Έχασε προ πολλού την κυπριακή της ταυτότητα. Έγινε πόλη της Τουρκίας. Αλλά υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε εμάς και τους Ελληνοκύπριους. Εκείνοι ονειρεύονται ότι μια μέρα θα ξαναποκτήσουν την Κερύνεια. Εμάς δεν μας απέμεινε καν ένα τέτοιο όνειρο. Καθίσαμε σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο. Ούτε μας αναγνώρισε κανείς, ούτε εμείς αναγνωρίσαμε κανέναν.
Οι Κύπριοι που θέλουν να γίνουν τουρίστες, ας κοπιάσουν στην Κερύνεια. Όσοι θέλουν να γυρίσουν σε χωριά της Ανατολίας, να κοπιάσουν στην Καρπασία. Όποιοι θέλουν να μυρίσουν την Κύπρο, να περιδιαβάσουν στην οδό Λήδρας. Να πάνε στην Πάφο. Να περπατήσουν στην λεωφόρο με τις φοινικιές στην Λάρνακα. Να καθίσουν σε ένα καφενείο στα Βρέτσια να πιουν σκέτο καφέ. Αυτή η χώρα είναι δική μαααας! United Cyprus now!
Ποιο μέρος της είναι δικό μας; Η Κερύνεια δεν είναι δική μας. Η Καρπασία δεν είναι δική μας. Το Βαρώσι δεν είναι δικό μας. Η εντός των τειχών περιοχή δεν είναι δική μας. Και οι περιτριγυρισμένες με μακριά συρματοπλέγματα απαγορευμένες στρατιωτικές περιοχές δεν είναι δικές μας. Οι παραλίες δεν είναι δικές μας. Μας έκλεψαν ακόμα και τον ουρανό μας. Τα αεροπλάνα που πηγαινοέρχονται δεν είναι δικά μας. Αλλά εκείνη η ηλικιωμένη γυναικούλα ακόμα κοιτάζει στο φλιτζάνι του καφέ κάθε πρωί. Κατά την γνώμη της, έχουμε μιαν τύχη. Μετά από πέντε. Πέντε ώρες; Πέντε μέρες; Πέντε βδομάδες; Πέντε μήνες; Πέντε χρόνια; Ούτε εκείνη ξέρει.
Θέλω να γυρίσω περπατώντας το Βαρώσι από την μια άκρη μέχρι την άλλη. Να μου σφυρίξουν τα φίδια. Να περάσουν έρποντας στα πόδια μου οι σαύρες. Να τεντώσω τα αφτιά ακούγοντας τον ήχο των πολεμικών αεροπλάνων και να ατενίσω την θάλασσα. Τα δέντρα σίγουρα θα σε αναγνωρίσουν.
Ήσουν είκοσι χρόνων και πέρασες από αυτό τον δρόμο. Κάθισες σε ένα μπαρ και ήπιες ένα διπλό κονιάκ. Κοίταξες τις αφίσες του σινεμά. Σε αυτό το σινεμά είδες την ταινία του Sidney Poiter. Έφαγες ένα σάντουιτς με χοιρινό κρέας από το σαντουιτσάδικο που βρισκόταν στην πλατεία. Κοίτα, αυτές είναι οι τελευταίες σου φωτογραφίες στο Βαρώσι. Δεν έλαχε να περπατήσεις ξανά σε εκείνα τα σοκάκια και να λουστείς σε εκείνη την θάλασσα μετά από εκείνη την ημέρα.
Αυτό δεν είναι νοσταλγικό παραλήρημα. Είναι πληγή της καρδιάς. Πόνος στο μάτι. Αναζήτηση ενός αγνοούμενου. Είναι και τα χωριά, οι κωμοπόλεις και οι πόλεις όπως οι αγνοούμενοί μας, τα οστά των οποίων ακόμα δεν μπορέσαμε να βρούμε. Μόνο τα ονόματά τους δεν έχουν αλλάξει. Άλλαξαν και τα μάτια τους και οι ψυχές τους.
Στην Κερύνεια είμαι ξένος, αλλά ακόμα είμαι οικείος στο Βαρώσι. Όποτε περάσω από εκεί, τα δέντρα ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο μέσα από τα συρματοπλέγματα. Πες μου. Ποιος είναι ο ταξιδιώτης; Ποιος είναι ο πανδοχέας σε τούτα εδώ τα μέρη; Να καθίσουμε στο Μπουγιούκ Χαν και ψιθύρισέ μου στο αφτί. Να ειδοποιήσω και τους φίλους μου που πέρασαν μια ζωή διερωτώμενοι πότε θα απαλλαχτούμε. Να κοπιάσουν στο τραπέζι μας. Να πάμε λίγο στην Γαληνόπορνη και λίγο στην Τέρα.
Θυμάμαι πάντα την μητέρα μου στους δρόμους της Τέρα. Ακόμα ψάχνω την νιότη μου σε εκείνα τα τρεχούμενα νερά. Είμαστε συγγενείς με όλους τους καταγόμενους από την Τέρα. Μαζεύονται και εκείνοι από καιρού εις καιρόν όπως όλοι που είχαν κλειστεί στα γκέτο. Θυμούνται τα παλιά. Φτιάχνουν ελαιόλαδο, ζιβανία και πετιμέζι. Ακόμα ηχούν στα αφτιά μου τα ελληνικά τραγούδια που έλεγε ο Φερντί ο οδηγός του Bedford.
Πέρασα μέσα από την Κερύνεια. Όμως, μου έλεγαν μην μπεις μέσα στην Κερύνεια. Άρα το φταίξιμο είναι δικό μου. Θα έβλεπα τον φίλο μου που έχει καρκίνο, δεν μπόρεσα να τον δω. Δεν μπόρεσα να βρω το σπίτι του. Είδα εσένα Κερύνεια. Τον όγκο που μεγαλώνει στους πνεύμονές σου…