«Η ίδρυση και η πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας», είναι ευρύ ιστορικό θέμα και ανέφικτο να παρουσιαστεί σε μια ομιλία, όπως η σημερινή.
Θα περιοριστώ μόνο σε αδρές, προσωπικές μου εμπειρίες και εντυπώσεις, όπως τις απεκόμισα στη δική μου πορεία μέσα στο χρόνο, κατά τη διάρκεια των 86 χρόνων ζωής μου.
Θυμάμαι ότι σαν μαθητής του δημοτικού σχολείου Παλαιχωρίου υποδεχθήκαμε τον τότε άγγλο κυβερνήτη, τραγουδώντας τον αγγλικό εθνικό ύμνο «God save the King».
Ακόμη στη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση μας κορυφωνόταν με τις κωδωνοκρουσίες και τους πανηγυρισμούς, όταν ο Ελληνικός Στρατός, σύμμαχος του αγγλικού, καταλάμβανε την μια μετά την άλλη τις πόλεις της Βόρειας Ηπείρου (Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα). Έντονα παραμένει στην μνήμη μου η εικόνα του λεωφορείου που διέσχιζε το Παλαιχώρι, ντυμένο στις ελληνικές σημαίες, μεταφέροντας εθελοντές για κατάταξη στο βρετανικό στρατό.
Όταν αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου, ο άγγλος υπουργός αποικιών Χόπκινσον δήλωσε ότι ουδέποτε θα παραχωρείτο στους Κύπριους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, άρχισε να προδιαγράφεται στην αντίληψη του Κυπριακού Ελληνισμού με επικεφαλής την Εθναρχία, η ιδέα όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της ένοπλης αντιπαράθεσης.
Στον τετραετή ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959 συμμετείχα από την αρχή και πέρασα όλες τις φάσεις του. Στο τέλος του αγώνα ήμουν επικηρυγμένος, επικεφαλής μεγάλου αριθμού ένοπλων ομάδων στη Λευκωσία και τα προάστια και υπεύθυνος της μαθητικής νεολαίας του Παγκυπρίου Γυμνασίου και της Σχολής Σαμουήλ.
Παραμονές της λήξης του αγώνα, ο τομεάρχης Λευκωσίας Πολύκαρπος Γιωρκάτζης με είχε καλέσει στο κρησφύγετό του, στην οδό Ανδροκλέους, για να μου παρουσιάσει επιστολή που είχε πάρει από τον Διγενή. Ο Αρχηγός ζητούσε να πληροφορηθεί τις προθέσεις και τις απόψεις μας για τη λύση του Κυπριακού, με βάση τις Συμφωνίες της Ζυρίχης.
Η απάντησή μας ήταν ξεκάθαρη. Τις λεπτομέρειες της Συμφωνίας της Ζυρίχης δεν τις γνωρίζαμε. Εκείνο όμως που τονίσαμε με έμφαση ήταν ότι η ΕΟΚΑ Λευκωσίας και προαστίων ήταν τότε ισχυρότερη από ποτέ. Το ηθικό των αγωνιστών και του λαού ήταν ακμαίο και η συνέχιση του Αγώνα, αν το επιθυμούσε, μας έβρισκε σύμφωνους και πανέτοιμους. Εάν, πάλι, ο πολιτικός αρχηγός, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ και ο στρατιωτικός αρχηγός Διγενής, μας καλούσαν να καταθέσουμε τα όπλα και να τερματίσουμε τον ένοπλο αγώνα, γιατί έκριναν ότι αυτό θα ήταν προς το συμφέρον του τόπου, θα πειθαρχούσαμε. Δυστυχώς, ο διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελλάδας διαμηνούσε στην Αθήνα ακριβώς τα αντίθετα και έγραφε ότι χρειαζόταν «ναυαγιαίρεση» στο Κυπριακό.
Το Κυπριακό σκιαγραφήθηκε από το Λονδίνο κατά το 1950, και πρόβαλε για πρώτη φορά την ιδέα του δικοινοτισμού. Αυτή η ιδέα, η οποία δεν λήφθηκε έκτοτε σοβαρά υπόψη από την ελληνοκυπριακή ηγεσία, χαρακτήρισε τις εξελίξεις του Κυπριακού και οδήγησε στη σημερινή βρετανική αξιοποίηση της, με την προβολή του Σχεδίου Ανάν και της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Βασικός στόχος ήταν πάντα η έμμεση ή η άμεση διχοτόμηση και η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ξεκινούσε με την αναβάθμιση της τουρκικής μειονότητας σε κοινότητα, ώστε οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία να έχουν ουσιαστικό ρόλο στο Κυπριακό.
Η βρετανική πολιτική αντιτάχθηκε στην επίσημη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ. Για αυτό και οι Βρετανοί άφησαν να ατονήσει η μυστική συμφωνία Καραμανλή και Menderes, το Φεβρουάριο του 1959 στη Ζυρίχη, η οποία προέβλεπε ότι μετά την ανεξαρτησία, η Κύπρος θα εντασσόταν στην συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Για να κρατηθεί όμως η Κύπρος εκτός του ΝΑΤΟ και για να διατηρήσει μέσω των βάσεων της τον στρατηγικό γεωπολιτικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου, η Βρετανία έπρεπε να οργανώσει και τρόπους ελέγχου του πληθυσμού στην Κύπρο. Η έμπειρη βρετανική διπλωματία είχε διεισδύσει αρχικά σε παράγοντες των δύο κοινοτήτων και αργότερα στα ίδια τα κομματικά δεδομένα, όπως είχαν διαμορφωθεί.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της έμπρακτης εφαρμογής, της βρετανοτουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό ήσαν η Διάσκεψη του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1955, με την οποία κατέστησε την Τουρκία ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό, το Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ του Νοέμβρη του 1956 και η ίδρυση της ΤΜΤ από τον Ζορλού, το 1957. Τα τουρκοβρετανικά σχέδια συνεχίστηκαν και μετά τη Ζυρίχη. Το Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ εφαρμόζεται από την Τουρκία πλήρως και σήμερα στη λύση του Κυπριακού. Η Αγγλία προωθούσε τις τουρκικές προθέσεις με το σχέδιο Μακμίλλαν, που προνοούσε τριπλή συγκυριαρχία στην Κύπρο, Αγγλίας, Τουρκίας και Ελλάδος. Είναι μια στόχευση που την ψηλαφούμε από τις Συμφωνίες της Ζυρίχης μέχρι το Σχέδιο Ανάν. Δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτό τον στόχο η αγγλική διπλωματία.
Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, το Τουρκικό Γραφείο Πολέμου απέστελλε όπλα, στο πλαίσιο του σχεδίου του για επανάκτηση της Κύπρου, προτού καν στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου. Οι υποψίες μας επιβεβαιώθηκαν στις 18 Οκτωβρίου 1959, με τη σύλληψη των μελών του πληρώματος του τουρκικού πλοιαρίου «Denis», οκτώ περίπου μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών, που μετέφερε όπλα στην Κύπρο.
Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης –Λονδίνου και η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με το δοτό Σύνταγμα ήταν μια τεράστια υποχώρηση. Έκτοτε ο δρόμος των υποχωρήσεων συνεχίζεται αδιάκοπα. Η Τουρκία εμμένει από το 1957 σε βασικές διεκδικήσεις που ουδέποτε μεταβλήθηκαν: Πολιτική εξίσωση του 18% με το 82%, πλήρης διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων, veto, εναλλαγή στην προεδρία, τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί, εγγυήσεις και μονομερές δικαίωμα επέμβασης στο όνομα της προστασίας των Τουρκοκυπρίων.
Οι τεράστιες παραχωρήσεις προς την μέχρι τότε τουρκική μειονότητα, η αναβάθμιση της σε κοινότητα, οι αναλογίες 50:50 και 70:30 στην άσκηση της εξουσίας και της διοίκησης δεν προσμετρήθηκαν ως έκφραση καλής θέλησης της ελληνικής κοινότητας και η έκφραση πίστης για ειρηνική συμβίωση με το σύνοικο στοιχείο. Αντίθετα, η Τουρκία ουδέποτε έπαυσε να διεκδικεί ολοένα και περισσότερα.
Άσχετα με το δίκαιο της λύσης οφείλαμε Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου να στηρίξουμε το κυπριακό κράτος ως σκάφος σωτηρίας, προόδου και ευδαιμονίας για όλους. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε πεποίθηση ή συνείδηση. Με την Ζυρίχη παρόλα τα μειονεκτήματα και τα τρωτά σημεία της είχαμε καταστεί σε μεγάλο βαθμό κύριοι της τύχης και του τόπου μας. Χρειαζόταν σύνεση και προσοχή, προσέγγιση με κατανόηση των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας, για να πετύχουμε σταδιακά την απαλλαγή μας, από τα εμφανή μειονεκτήματα της. Δυστυχώς μίση και πάθη, προσωπικοί στρατοί και παράνομες ομάδες ταλαιπωρούσαν το λαό μας. Το πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία της εισβολής. Έκτοτε αποκλειστικός σκοπός και στόχος της Τουρκίας παραμένει η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας κυρίαρχο στοιχείο υπήρξε σταθερά μέχρι και το θάνατο του, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Η εμβληματική προσωπικότητα του ως ηγέτη πήρε παγκόσμια ακτινοβολία και οι σκέψεις και οι πράξεις του επηρέαζαν το Κυπριακό εντός και εκτός Κύπρου. Μετά τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα και με την εκλογή του ως πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας ασκούσε τεράστια επιρροή στην Κύπρο, την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Εκείνο όμως που προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο του ήταν η ανησυχία, η οποία ανέπτυξε στο μυαλό του για το ρόλο των αγωνιστών μετά τον αγώνα. Απροσδόκητα, οι σχέσεις του με τους αγωνιστές μπήκαν σε μια περίοδο δοκιμασίας. Ο Μακάριος έγινε ξαφνικά επιφυλακτικός και καχύποπτος απέναντί τους. Έμοιαζε να τον ενοχλεί η απόλυτη αποδοχή, η αποθέωση που γνώριζαν από τον κόσμο. Επιπλέον, έδειχνε να ανησυχεί για τους πολύ στενούς δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους στη διάρκεια του Αγώνα. Φαινόταν να τον διακατέχει ένα είδος ανασφάλειας, που ενισχυόταν και από κάποιες αυθαίρετες ενέργειες ορισμένων.
Οι αγωνιστές θεωρούσαν ότι ήταν οι φυσικοί υποστηρικτές του, αλλά και οι αδιαμφισβήτητοι συνεργάτες του στην επιτέλεση του έργου του στο πολιτικό πεδίο. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εκδηλώθηκε πολύ εμφανώς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η επέμβαση των αγωνιστών και η ακύρωση του διορισμού του Γεώργιου Χρυσαφίνη στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών. Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις.
Αναφέρω επίσης χαρακτηριστικά, για την καχυποψία του Μακαρίου, συνάντησή μας στο χωριό Ακανθού. Ο Νίκος Μακρίδης, ο Νίκος Κόσης και εγώ είχαμε προσκληθεί σε δείπνο από τον κοινοτάρχη του χωριού και άλλους αγωνιστές του απελευθερωτικού Αγώνα. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, λάβαμε μήνυμα ότι μας ζητούσε επειγόντως ο υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης. Επικοινωνήσαμε με τον Πολύκαρπο, ο οποίος μας ανέφερε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανησυχούσε για τους λόγους της παρουσίας μας στην Ακανθού. Μείναμε όλοι έκπληκτοι, καθώς τότε ακόμα ήμασταν ανυποψίαστοι με τις ίντριγκες της πολιτικής.
Ένα άλλο γεγονός καθοριστικής σημασίας που δεν προωθήθηκε τότε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το οποίο δεν δημοσιοποιήθηκε είναι ότι ο ισχυρός πολιτικός παράγοντας της Γερμανίας, Καγκελάριος Βίλλυ Μπράντ εισηγήθηκε επίμονα στον Μακάριο, το 1976 την αίτηση για ένταξη μας στην ΕΟΚ. Μια τέτοια αίτηση σύμφωνα με τον Μπραντ, θα γινόταν αποδεκτή και έτσι η Κύπρος θα αποτελούσε το παράθυρο της Ευρώπης στην Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Δυστυχώς, η θέση Μπράντ δεν υιοθετήθηκε αμέσως λόγο πιστεύω, στην προσπάθεια που κατέβαλλε τότε ο Μακάριος για ακελική υποστήριξη σαν αντίβαρο στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Ίσως αυτή να ήταν και η πρώτη ουσιαστική δυνατότητα λύσης του Κυπριακού, μετά την εισβολή. Άκουσα αυτή την έντονη επιθυμία του Βίλλυ Μπράντ από τον ίδιο τον Μακάριο στο σπίτι του πεθερού μου.
Οι τουρκικοί σχεδιασμοί τα συνεχή veto και η άρνηση ψήφισης του προϋπολογισμού οδήγησαν στην παράλυση του νεοσύστατου κράτους και πολύ γρήγορα στην Τουρκανταρσία του 1963-1964 και στην αποσκίρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι ΗΠΑ, με τον Πρόεδρο Lyndon Johnson, ανακόπτουν προσπάθεια της Τουρκίας για να εισβάλει στην Κύπρο. Μάλιστα, τον Απρίλιο του 1964, οι Τουρκοκύπριοι ετοίμασαν σχέδιο «Ομόσπονδης Κύπρου», που θα αποτελείτο από δύο κυβερνήσεις και με την τουρκοκυπριακή κυβέρνηση να κατέχει το 37% των εδαφών της Κύπρου. Η πίεση των Τούρκων για ομοσπονδία στην Κύπρο υπήρξε πολύ έντονη το 1964, με τον αμερικανό Πρέσβη στη Λευκωσία Taylor Belcher σε τηλεγράφημα του να αναφέρει ότι: «ομοσπονδία στην Κύπρο ισούται με διχοτόμηση και θα χρειαζόταν βία για να επιβληθεί…»
Τον Οκτώβριο του 1967, αφού εδραιώθηκαν και οργανώθηκαν οι τουρκοκυπριακοί θύλακες, υπό την αρχηγία τούρκων αξιωματικών, οι Τουρκοκύπριοι επανήλθαν ζητώντας διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αντικατάστασης της από ένα «Ομόσπονδο Ανεξάρτητο Κράτος». Οι Τουρκοκύπριοι, στην προσπάθεια τους να μετατραπούν από μειονότητα σε κοινότητα υποστήριζαν μια ομοσπονδία με γεωγραφική βάση. Δηλαδή ένα δικοινοτικό κράτος, όχι όμως μόνο στο συνταγματικό πλαίσιο.
Μέσα όμως σε αυτό το κλίμα, η ανασφάλεια που χαρακτήριζε το κυπριακό σκηνικό αποκαταστάθηκε με το αίσθημα ασφάλειας που δημιούργησε η μυστική άφιξη μιας μεραρχίας ελληνικού στρατού. Τα γεγονότα όμως στην Κοφίνου οδήγησαν στην αποχώρηση της μεραρχίας από την Κύπρο, το 1967. Η απόσυρση της μεραρχίας απογύμνωσε αμυντικά την Κύπρο και ήταν η πρώτη προδοσία της Χούντας.
Ακολούθησε το 1968, η έναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι και το 1974, οπόταν και έγιναν σαφείς οι αναλλοίωτες επιδιώξεις των Τούρκων, για εγκαθίδρυση στην Κύπρο κάποιου είδους ομόσπονδου κράτους.
Πρέπει όμως να τονιστεί ότι ο Μακάριος κατά τις πρώτες επαφές του με τον Ντενκτάς, επί Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βαλτχάιμ, δε δεσμεύτηκε για διζωνική δικοινοτική λύση, αλλά για λύση που θα επέτρεπε στους ελληνοκυπρίους να επανέλθουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους, με πλήρη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης, αξίζει να σημειώσω ότι ο Μακάριος μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στο σπίτι του στο Μαρί, έχοντας μαζί του κείμενο καταδίκης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Δυστυχώς, η συνάντηση μας δεν πραγματοποιήθηκε γιατί απεβίωσε δύο μέρες προηγουμένως.
Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκε και ο διάδοχος του Μακαρίου, Πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού, ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε αποδοχή διζωνικής λύσης. Μάλιστα, σε μια από τις συναντήσεις του με την βρετανίδα Πρωθυπουργό Margaret Thatcher συμφώνησαν, ότι η διζωνική ομοσπονδία δεν είναι όρος που χρησιμοποιείται στο Διεθνές Δίκαιο.
Η στάση αυτή των κυβερνήσεων Κυπριανού οδήγησαν τους Βρετανούς στην υποστήριξη, το 1988, για την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, του υποστηριζόμενου από το ΑΚΕΛ, Γιώργου Βασιλείου. Ο άγνωστος μέχρι τότε οικονομολόγος, όντας Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποδέχθηκε χωρίς αντιρρήσεις το ψήφισμα βρετανικής εμπνεύσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου γινόταν αναφορά σε λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Η αποδοχή του Προέδρου Βασιλείου στο Συμβούλιο Ασφαλείας, του ψηφίσματος 649/90 της 12ης Μαρτίου 1990 και της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων αποτελεί από τότε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της Κυπριακής Δημοκρατίας και επηρεάζει δυσμενώς την πορεία λειτουργικής διευθέτησης του Κυπριακού, μέχρι σήμερα.
Ερμηνεύοντας το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας διαπιστώνουμε ότι προδιαγράφει τη λύση του Κυπριακού και προβάλλει το συμπέρασμα ότι στις συναντήσεις Μακαρίου - Ντενκτάς και Σπύρου Κυπριανού - Ντενκτάς αποφασίστηκε η δημιουργία Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και ότι οι συναντήσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως συμφωνίες κορυφής. Οι περίφημες αυτές συμφωνίες δεν είναι παρά πρακτικά χωρίς υπογραφές. Οι ερμηνείες αυτές είναι εκτός πραγματικότητας σε ότι είχε συζητηθεί μεταξύ των ηγετών, των δύο κοινοτήτων, το 1977 και το 1979 και αποτελούν παρερμηνεία, δημιουργώντας εύλογα νομικά σημεία αμφισβήτησης του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Υπάρχει μέγα ερώτημα πως σκηνοθετήθηκε και εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας από το Λονδίνο η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, που δεν υπήρχε στις συνομιλίες Μακαρίου – Ντενκτάς και Κυπριανού – Ντενκτάς. Γιατί ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την εκτροπή και παρερμηνεία των συνομιλιών; Γιατί δεν αντέδρασε η Κύπρος και θεωρήθηκε έκτοτε από όλους ότι είμαστε δεσμευμένοι από το περιεχόμενο του ψηφίσματος;
Στο ψήφισμα 649/90, όπως ενεκρίθη από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καθορίζεται η μορφή λύσης του Κυπριακού, που ταλαιπωρεί έκτοτε το κυπριακό πρόβλημα, διότι προάγει θέσεις εντελώς αντίθετες με τις αρχές και αξίες των Ηνωμένων Εθνών και κάθετα αντίθετες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το απογοητευτικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι Κύπριοι αισθάνονται δεσμευμένοι να το εφαρμόσουν, αφού προέρχεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Το περιεχόμενο του ψηφίσματος δεν εξετάσθηκε με σοβαρότητα και επιμονή για να αμφισβητηθεί. Η ευθύνη των εκάστοτε Προέδρων της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εξαιρετικά μεγάλη.
Κατά τη συζήτηση του Κυπριακού στην Επιτροπή Εξωτερικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που άρχισε το 2004, τόνισα ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, η οποία δημιουργεί εντός της Κύπρου σύνορα με την Τουρκία. Δεν δυσκολεύτηκαν, οι βουλευτές να ακολουθήσουν την επιχειρηματολογία μου. Απλώς τους είπα ότι εάν ψηφιστεί η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία για την Κύπρο, τότε δε θα εφαρμοστεί μόνον δια την Κύπρο, αλλά και για τους Βάσκους και Καταλανούς στην Ισπανία και για τις άλλες εθνικές ομάδες σε Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία και αλλού.
Άκουσαν την επιχειρηματολογία και απέσυραν τη θέση αυτή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και λυπούμαι γιατί μπροστά μου έχω την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των ηγετών των Κρατών μελών της Ένωσης του 2006, που καταγράφεται στο άρθρο 7 ποια πρέπει να είναι η λύση του Κυπριακού και δεν αναφέρεται πουθενά το Σχέδιο Ανάν και η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Αντίθετα υποστηρίζει λύση με βάση τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και σύμφωνα με την εφαρμογή των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποφεύγουν να τονίσουν αυτά που είναι συνθήματα κυπριακών κομμάτων σήμερα. Λυπάμαι για αυτό το κατάντημα. Ακόμη και ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου κ. Ταγιάνι, ο οποίος μίλησε πρόσφατα στη Βουλή των Αντιπροσώπων στην Κύπρο και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κ. Ντόουλ υποστηρίζουν τις ευρωπαϊκές θέσεις, σε αντίθεση με εμάς τους ίδιους.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος τον Ιανουάριο του 2018:
…Επαναβεβαιώνουμε την στήριξη μας για μια συνολική και βιώσιμη διευθέτηση του Κυπριακού, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και πλήρως σύμφωνη με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης….
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ στον ρόλο του Εθνικό Συμβούλιο. Το Εθνικό Συμβούλιο είναι ένα άτυπο, μη θεσμικό πολιτικό σώμα, που δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα. Ιδρύθηκε το 1976 από τον Πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ως συμβουλευτικό όργανο για τη χάραξη μιας κοινής πολιτικής γραμμής στο Κυπριακό, η οποία ωστόσο θεωρείτο δεσμευτική για την εκάστοτε Κυβέρνηση, εάν στηριζόταν ομόφωνα από όλα τα συμμετέχοντα πολιτικά κόμματα.
Μετά την συμπλήρωση της συγγραφής των απομνημονευμάτων μου, τον Απρίλη του 2018 δεν δυσκολεύομαι να διαπιστώσω ότι ελήφθησαν τρεις ασυγχώρητες και καταστροφικές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου σε σχέση με τρία κορυφαίας σημασίας θέματα, που απάλλαξαν την Τουρκία από το μέγα κόστος που την βάρυνε διεθνώς σε σχέση με τις ενέργειες και τους χειρισμούς της στο Κυπριακό και στην κατεχόμενη Κύπρο.
Η πρώτη και σημαντικότερη απόφαση της Επιτροπής Προσφύγων και Δημογραφίας του Συμβουλίου της Ευρώπης ήταν η αποδοχή της υλοποίησης όλων των εισηγήσεων Cuco, οι οποίες αποτελούσαν το σημαντικότερο πλήγμα κατά του παράνομου εποικισμού των κατεχομένων και τερμάτιζαν ουσιαστικά τον εποικισμό. Συγκεκριμένα ο Cuco εισηγήτο ευθέως, όπως η Εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης προωθήσει την καταγραφή του πληθυσμού σε ολόκληρη την Κύπρο για να αποκαλυφθεί ποιος ήτο ο πραγματικός αριθμός των εποίκων, γιατί όπως εξηγούσε ο Cuco με τους εποίκους δεν μπορούσε να λυθεί το Κυπριακό. Η Έκθεση Κουκό αιφνιδίασε την Τουρκία, η οποία ανέμενε ότι θα ήταν μεν δυσμενής γι’ αυτήν, όχι όμως στον βαθμό που μετά την παραλαβή της διαπίστωσε ότι ήταν. Εμφαντικά, αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας τη χαρακτήρισε καταστροφική. Παρ’ όλ’ αυτά, η κυπριακή Κυβέρνηση την αγνόησε παντελώς και την αγνοεί μέχρι σήμερα. Και το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Γιατί; Γιατί δεν επεδίωξε επίμονα την απογραφή του πληθυσμού σε ολόκληρη την Κύπρο, σύμφωνα με την απόφαση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης; Σήμερα, το θέμα υποβαθμίζεται, αντί η Τουρκία να είναι διαρκώς κατηγορούμενη για εγκλήματα πολέμου, βάσει της Συνθήκης της Γενεύης του 1945.
Τρία χρόνια αργότερα, συνάντησα τυχαία τον Αλφόνς Κουκό, ο οποίος με ρώτησε περίλυπος: «Well Mr. Matsis, what happened with my report?» (Τι απέγινε με την Έκθεσή μου, κύριε Μάτση;) Τι να του απαντούσα; Η απογοήτευσή του ήταν και δική μου απογοήτευση, γιατί είχε παντελώς αγνοηθεί η Έκθεσή του από την Κυπριακή Δημοκρατία και η οποία προέκυψε μετά από 37 συνεδρίες της Επιτροπής Προσφύγων και Δημογραφίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αντί να την κάνουμε λάβαρο, όπως περίμενα, όλοι οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας την έκρυψαν σ’ ένα συρτάρι.
Απομένει πια η δημοσίευση της έκθεσης Κουκώ για να φανεί το μέγεθος αυτών των παραλείψεων.
Το επόμενο συγκλονιστικό θέμα που απασχόλησε την Επιτροπή Νομικών του Συμβουλίου της Ευρώπης όταν συνεδρίαζε στην Πράγα, με Πρόεδρο τον Αλεξάντερ Ντούπσιεκ ήταν η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη μέλη του Συμβουλίου. Η ίδια επιτροπή συνέχισε την συνεδρία της αργότερα στο Παρίσι και απέσπασα το ήμισυ του χρόνου της συνεδρίας για να πληροφορήσω τα μέλη για την τραγική κατάσταση του προβλήματος των αγνοουμένων μας και την άρνηση της Τουρκίας να δώσει στοιχεία για αυτούς. Η επιτροπή είχε τόσο πολύ επηρεασθεί από τα όσα άκουσε, που αποφάσισε ομόφωνα να διορισθεί βουλευτής-μέλος της επιτροπής- ο οποίος συνοδευόμενος από έμπειρους υπαλλήλους, με τους οποίους θα επισκέπτετο όλες τις τουρκικές φυλακές που θα υποδεικνύαμε, για να διερευνηθεί το σύνολο του προβλήματος. Είχαμε καταρτίσει κατάλογο των φυλακών που θα επισκέπτετο, δίνοντας προτεραιότητα σε συγκεκριμένη φυλακή, στην οποία είχε μεταφερθεί αριθμός Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών αγνοουμένων και οι οποίοι εξετελέσθησαν με φλογοβόλα στην είσοδο της φυλακής.
Στη συνεδρία της 17ης Απριλίου 1995, ενημέρωσα το Εθνικό Συμβούλιο ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε ακόμη την ευχέρεια να χειρισθεί αποτελεσματικά το θέμα των αγνοουμένων μέσω της Επιτροπής Νομικών, όμως το Σώμα δεν το αποδέχθηκε, υιοθετώντας την άποψη Κληρίδη, ότι πιθανόν να οδηγούμασταν σε άνοιγμα τάφων στην Κύπρο. Σήμερα, παρακαλούμε τις κατοχικές αρχές να μας επιτρέψουν να προχωρήσουμε σε εκσκαφές, για να διακριβώσουμε την τύχη των αγνοουμένων μας…
Το τρίτο πολύ σημαντικό θέμα ήταν η σωτηρία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η Επιτροπή Παιδείας του Συμβουλίου της Ευρώπης ασχολήθηκε με το θέμα της σε περισσότερες από 25 συνεδριάσεις της. Στο τέλος, η Επιτροπή Παιδείας δέχθηκε και εισηγήθηκε να σχηματισθεί ιδιωτικό ευρωπαϊκό ίδρυμα στην Κύπρο, το οποίο θα χρηματοδοτούσε η Ευρώπη, για να φέρει εις πέρας το έργο του. Μέλη του ιδρύματος αυτού θα ήταν η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου, αφενός, και το Εβκάφ, αφετέρου, οι εκπρόσωποι των οποίων θα είχαν δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης για τη λειτουργία, αποκατάσταση, συντήρηση και διατήρηση των θρησκευτικών ιδρυμάτων των δύο Κοινοτήτων.
Για τη συγγραφή του σχετικού Καταστατικού του ιδρύματος πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με τον Πρόεδρο της Βουλής, τον υπουργό Εξωτερικών και τον Γενικό Εισαγγελέα. Έτσι, στο τέλος του Ιανουαρίου του 1991, αναμέναμε να εξαγγελθεί δημόσια στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση η δημιουργία αυτού του ευρωπαϊκού ιδρύματος για τη συντήρηση και διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Τελικά, στο Εθνικό Συμβούλιο επικράτησε η άποψη να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, μήπως αυτό θεωρηθεί ως αναγνώριση του ψευδοκράτους. Η απογοήτευσή μου ήταν μεγάλη. Χανόταν μια ακόμη ευκαιρία μέσα σε ψευτοδιλήμματα που δεν ευσταθούσαν.
Όλα αυτά, δυστυχώς, παρέμειναν ανεκμετάλλευτα από την πλευρά μας. Οι λεπτομέρειες και η σημασία αυτών των αποφάσεων συζητήθηκαν κατ’ επανάληψη σε συνεδρίες του Εθνικού Συμβουλίου κατόπιν δικών μου εισηγήσεων, αφού ήμουν ο πρωτεργάτης εκείνης της κοπιώδους και πολύχρονης προσπάθειας, ως εκπρόσωπος της Κύπρου για επτά χρόνια στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Αναλύοντας προσεκτικά αυτά τα τρία μείζονος σημασίας θέματα (εποικισμό, πολιτιστική κληρονομιά και αγνοουμένους), με τα οποία ασχολήθηκε για χρόνια η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι επηρεαζόμενες Επιτροπές, αποκαλύπτεται όχι μόνο το βάρος που δόθηκε στην αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών, αλλά και η πίεση που ασκήθηκε στην τουρκική κυβέρνηση και στα τουρκικά πολιτικά κόμματα για την αντιμετώπιση και λύση του ίδιου του Κυπριακού προβλήματος. Δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα από τις Κυπριακές Κυβερνήσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Τουρκία για πρώτη φορά τερμάτισε την αμφισβήτηση των διαπιστευτηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, τον Απρίλιο του 1991.
Η πολυδιαφημιζόμενη τουρκική διπλωματία δεν είναι καθόλου άτρωτη. Αντίθετα, αποδεικνύεται τρωτή και ευάλωτη απέναντι σε ψύχραιμα, τεκμηριωμένα και υπεύθυνα επιχειρήματα. Η αξία και η αποτελεσματικότητα της τουρκικής διπλωματίας έγκειται μόνο στο ότι είναι υπεράνω κυβερνητικών μετασχηματισμών και δεν διαφοροποιείται στο πέρασμα του χρόνου, αλλά έχει συνέπεια, συνέχεια και διάρκεια. Είναι ακριβώς επ’ αυτών των σημείων που ο Ελληνισμός και οι ηγεσίες του υστερούν σημαντικά, διαπράττοντας λάθη που τον εκτροχιάζουν και τον θέτουν σε κίνδυνο. Αδικούμαστε και αδικούμε τις μελλοντικές γενεές, αποφεύγοντας να αξιολογήσουμε σωστά τα τρέχοντα δεδομένα και να υιοθετήσουμε μια μεθοδευμένη πορεία ξεκάθαρων στόχων και σκοπών. Υποκύπτουμε στην εύκολη συνθηματολογία, που εξυπηρετεί παροδικά κομματικά και προσωπικά συμφέροντα, αλλά βλάπτει τις δυνατότητες του Ελληνισμού ολόκληρου.
Εάν συμμετέχουμε στα ευρωπαϊκά όργανα, χωρίς όμως να εργαζόμαστε με αποφασιστικότητα και διεκδικητικότητα για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών θέσεων, δεν πρέπει να μεμφόμεθα τους τρίτους για την κατάντια μας.
Το έργο Βασιλείου, ακολούθησε η δεκαετής διακυβέρνηση Γλαύκου Κληρίδη, ο οποίος συνεχίζοντας το έργο που άφησε ανεκπλήρωτο ως συνομιλητής τη δεκαετία του 70, υπεστήριξε το απαράδεχτο και διχοτομικό Σχέδιο Ανάν και το οποίο επεξεργάστηκε με τον άγγλο διπλωμάτη Sir David Hannay. Αξίζει να αναφέρω ότι μεταξύ των άλλων φοβερών, που προνοούσε το Σχέδιο Ανάν συμπεριελάμβανε και την εγκατάσταση 9 τουρκικών στρατοπέδων στην Κύπρο πλήρως επανδρωμένα με 6000 τούρκους στρατιώτες. Ουσιαστικά θα υπήρχε τουρκική στρατιωτική κατοχή. Επιπλέον, στο Λονδίνο παραχωρούνταν μεταξύ Δεκέλειας και Επισκοπής οικόπεδα φυσικού αερίου και αλλαγής του ρόλου των βάσεων.
Προηγουμένως βέβαια και συγκεκριμένα το 1996 ανέτρεψε μυστικά τη λύση του Κυπριακού, την οποία είχα επιτύχει με την επίσημη επίσκεψη μου, ως Πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού στην Ουάσινγκτον. Τότε είχα συμφωνήσει με τους αξιωματούχους του State Department και ιδιαίτερα με τον τότε ηγέτη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής Richard Holbrooke, λύση που παρέμεινε στην Ιστορία σαν η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία στο Κυπριακό. Η επιστολή Κληρίδη στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας Primakov, με την οποία τον διαβεβαίωνε ότι η Κύπρος ουδέποτε θα εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, αποτέλεσε ταφόπλακα στο αμερικανικό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα το Κυπριακό να περάσει εκ νέου στα χέρια των Βρετανών.
Το σχέδιο Ανάν, το οποίο προωθούσε λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας απορρίφθηκε δια δημοψηφίσματος από τους Ελληνοκύπριους, στις 24 Απριλίου 2004, κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του Τάσσου Παπαδόπουλου. Για να υλοποιηθεί, έπρεπε να παραμεριστεί η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου και να ζητηθεί από τον κυπριακό λαό η υποστήριξη δια της ψήφου του, της εφαρμογής του ως πρωτογενούς δικαίου. Να διαγράψει δηλαδή τα ανθρώπινα δικαιώματα, πράγμα που ευτυχώς ο λαός αρνήθηκε να κάνει.
Γι’ αυτό αποτελεί μέγιστη πράξη αντίστασης η στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και η υπεράσπιση της ευθύνη όλων μας. Οι διάφορες θεωρίες για μετεξέλιξη η επανίδρυση της αποτελούν διευκόλυνση προς την τουρκική στόχευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ταγίπ Ερτογάν μιλά συνεχώς για εκλιπόν κράτος, χωρίς επίσημο αντίλογο και μέτρα. Η Κυπριακή Δημοκρατία όμως αποτελεί σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, μοναδική ευκαιρία για ειρηνική συμβίωση. Ο τεράστιος πλούτος της Κυπριακής ΑΟΖ είναι το εχέγγυο για την κοινή πρόοδο και την πορεία προς την ευδαιμονία όλων των νομίμων κατοίκων της Κύπρου.
Πιστεύω ακράδαντα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται την στήριξη μας και ΟΧΙ την υπονόμευση μας. Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην τουρκοποίηση της Κύπρου. Οι συνεχείς υποχωρήσεις μας στα διάφορα φόρα ανοίγουν ακόμη περισσότερο την όρεξη στην Τουρκία, της οποίας ο στόχος είναι η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η τουρκοποίηση ολόκληρου του νησιού.
Ανησυχώ πραγματικά όταν ακούω από τον Τούρκο πρόεδρο και τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών, να αναφέρονται σε «εκλιπούσα Κυπριακή Δημοκρατία». Είναι ο απροκάλυπτος στόχος της Τουρκίας. Δεν είναι δυνατόν να προσποιούμαστε ότι δεν τον αντιλαμβανόμαστε.
Σήμερα, το κύριο μήνυμα που θέλω να δώσω είναι ότι μπορούσαν να γίνουν πολλά και ότι και τώρα μπορούν να γίνουν, παρ’ όλες τις δυσμενείς εξελίξεις που υπάρχουν, αν ξεφύγουμε από τις παραχωρήσεις, την ηττοπάθεια και την αδράνεια, γιατί τα πράγματα δεν είναι ποτέ στατικά και μπορούμε και πρέπει να προηγούμαστε εμείς των γεγονότων. Χρειαζόμαστε σχέδιο, συνέπεια και δράση. Διότι το πρόβλημα είναι δικό μας. Και είναι με δικές μας πρωτοβουλίες που πρέπει να τροχοδρομηθούν στη σωστή κατεύθυνση.
Τα κόμματα δεν επιτρέπεται στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα, να αντιπαλεύουν μεταξύ τους. Τα κόμματα να υπάρχουν. Είναι αναγκαιότητα να υπάρχουν, αλλά για το Κυπριακό, ας ακολουθήσουμε πολιτική, όπως πράττει η Τουρκία, που όλα τα πολιτικά κόμματα και οι εκάστοτε κυβερνήσεις εφαρμόζουν το Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ, από το 1956 μέχρι σήμερα.
Ασχολήθηκα τα τρία τελευταία χρόνια με την σύνταξη των απομνημονευμάτων μου. Όχι για την εξασφάλιση οποιασδήποτε υστεροφημίας ή υστερόχρονης πολιτικής δικαίωσης. Σκοπός μου είναι με τα όσα γράφω και αποκαλύπτω να συμβάλω στην αποτροπή μιας λύσης, μη λειτουργικής και βιώσιμης, παρόμοιας με αυτή του Σχεδίου Ανάν, να προβληματίσω πάνω στην επίμονη τοποθέτηση της πολιτικής ηγεσίας υπέρ της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με τα ολέθρια συνεπακόλουθα σε περίπτωση εφαρμογής της και να προωθήσω την επανατοποθέτηση του Κυπριακού πάνω στις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλουμε πραγματική ενότητα, μεταξύ όλων μας, γιατί είναι ο λαός μας σαν σύνολο που απειλείται η ύπαρξης του.
Όπως άλλωστε ανέφερε σε ομιλία του τον Φεβρουάριο του 2017, ο δρ. Ερόλ Καϊμάκ, του «Πανεπιστημίου Ανατολικής Μεσογείου» των κατεχομένων και η οποία πραγματοποιήθηκε στο χώρο της Βουλής των Λόρδων, προεδρεύοντος του αρχιτέκτονα του Σχεδίου Ανάν Λόρδου Ντέιβιντ Χάννεϋ: «…Δεν επιδιώκουμε μια Δημοκρατία, δεν επιδιώκουμε σταθερότητα…, επιδιώκουμε Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, η οποία παραβιάζει τους νόμους της Ε.Ε. και για αυτό θα επιδιώξουμε και προσαρμογή του Πρωτοκόλλου 10, ούτως ώστε να δίνει νομιμότητα στη διζωνική...»
Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και οι επιδιώξεις των Τούρκων αποτελούν απειλή για την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία χρειάζεται την στήριξη μας και ΟΧΙ την υπονόμευση μας.
Είναι κανένας διατεθειμένος να παραδεχθεί ότι οι συνομιλίες που διεξάγονται για το Κυπριακό τα τελευταία 44 χρόνια, εάν γίνουν αποδεχτές, θα μπορούν να εφαρμοστούν για βιώσιμη λύση; Ασφαλώς όχι. Διότι όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει τόσες ανεφάρμοστες τοποθετήσεις, που θα καταπέσουν από τα πρώτα βήματα του κράτους και θα συμπαρασύρουν και το κράτος το ίδιο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σοβαρός πολίτης που μπορεί να υποστηρίζει το αντίθετο. Προς τί λοιπόν η επιμονή μέσα σε αυτό το σκηνικό; Η ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη. Εξάλλου η κατάργηση του συντάγματος, όχι από συντακτική συνέλευση, αλλά με συμφωνίες είναι υπονόμευση του ίδιου του συντάγματος, που αποτελεί το θεμελιώδη νόμο κάθε κράτους.
Πρέπει να σταθούμε όρθιοι ως Κυπριακός Ελληνισμός. Να διεκδικήσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα μας στη γη τη δική μας, σε ολόκληρη την Κύπρο. Δεν μπήκαμε στην Ε.Ε. για να μας καταντήσουν 2ης κατηγορίας πολίτες. Δεν είναι δυνατό να δεχθούμε ότι στα κατεχόμενα εδάφη μας μπορούν να κατοικούν όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες και οι πολίτες της Τουρκίας και να αποκλείονται οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες των κατεχομένων εδαφών μας. Αυτό δεν είναι Ευρώπη και δεν είναι αυτό που επιδιώξαμε. Εάν υπό τις σημερινές συνθήκες, οι δυσκολίες είναι ανυπέρβλητες, να αντιμετωπίσουμε τις εξελίξεις με υπομονή, με πίστη και πρόγραμμα. Τίποτα δεν παραμένει στατικό. Το ισχυρό μας όπλο είναι και πρέπει να παραμείνει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Την ύπαρξη και την συνέχιση της, να την υποδείξουμε προς πάσα κατεύθυνση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παραμερίσει έντεχνα και σταδιακά όσα λάθη έχουν διαπραχτεί και να σταθεί αντάξιος των προσδοκιών του λαού και εμείς θα σταθούμε στο πλευρό του.
Ο τεράστιος πλούτος στη θάλασσα μας, η σημαντικότητα του γεωπολιτικού μας χώρου παρέχουν πολλά επιχειρήματα εντός της Ε.Ε. για να προαγάγουμε συγκροτημένα την στρατηγική μας.
Τα επιχειρήματα που μπορούμε να προβάλουμε προς την Ε.Ε. ειδικά, αλλά και διεθνώς, αξιοποιώντας τον τεράστιο θαλάσσιο πλούτο μας των 65 τρις κυβικών ποδών είναι πολλά και πολύ σημαντικά. Προς όφελος της ειρήνης και της ασφάλειας στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Προς όφελος των νομίμων κατοίκων της Κύπρου. Προς όφελος της ίδια της ευρωπαϊκής μας οντότητας.
Ας σταθούμε αντάξιοι των προσδοκιών του λαού μας και των αγώνων του, της ιστορίας και του μέλλοντος μας.