Σε μια ωραία και σεμνή εκδήλωση, στις 15 Οκτωβρίου, η Λεμεσός τίμησε το λεμεσιανό πολυβραβευμένο ποιητή και στοχαστή Γιώργο Μοράρη. Η εκδήλωση διοργανώθηκε από το Δήμο Λεμεσού και ο Δήμαρχος απεύθυνε χαιρετισμό, ενώ για τον ποιητή και το έργο του μίλησαν οι κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες Γιώργος Γιωργής, Νάτια Αναξαγόρου, και Μίμης Σοφοκλέους.
Ο Γιώργος Μοράρης, γεννήθηκε στην καρδιά της Λεμεσού, κοντά στη θάλασσα, και κατάγεται από οικογένεια καραβομαραγκών. Οι βιωματικές του καταβολές στη θάλασσα και στον ουρανό της Λεμεσού, του άνοιξαν ορίζοντες ευαισθησίας που οδήγησαν στο λυρισμό και στη δραματικότητα που χαρακτηρίζουν την ποίησή του. Θέματα όπως η αγάπη, ο έρωτας, η πατρίδα, η αδικία τον προβληματίζουν και τον απασχολούν και γίνονται πυρήνες στους στίχους του.
Εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Συναναστροφές» το 1991 και συνεχίζει το 1999 με την ποιητική συλλογή «Άνθη Ράμνου,» για την οποία παίρνει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Η επόμενη του ποιητική συλλογή «Ροζμαρίνος», βραβεύθηκε δυο φορές το 2008, μια με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου, και μια με την ανώτατη διάκριση που δίνεται στην Ελλάδα από την Ακαδημία Αθηνών.
Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε από τη Βελγική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ειδική έκδοση το 2008 με τον τίτλο «Σύνορα».
Μακριά από την Κύπρο, δεν ξεχνά ποτέ τη μικρή του πατρίδα, που είναι το αντικείμενο της επόμενής του ποιητικής συλλογής, με τίτλο «Ποίημα - Πορτρέτο,» που κυκλοφορεί το 2017.
Η αγάπη του για την Κύπρο και την κυπριακή διάλεκτο και η ανάγκη του να επιστρέψει στις ρίζες και την εντοπιότητα του, τον ωθούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη μελέτη του έργου του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, τα αποτελέσματα της οποίας περιλαμβάνονται στο έργο του «Μια διπλή απόκλιση της κυπριακής διαλέκτου και του ποιητικού λόγου: Βασίλης Μιχαηλίδης, (1849-1917.)» Το δοκίμιο αυτό έδωσε στον ήδη καταξιωμένο συμπολίτη μας τη δεύτερη του διάκριση από την Ακαδημία Αθηνών το 2017.
Χωρίς αμφιβολία, το 2017 ως επετειακή χρονιά συμπλήρωσης εκατόν χρόνων από τον θάνατο του Βασίλη Μιχαηλίδη, λειτούργησε ενισχυτικά ως προς την απόδοση της δέουσας τιμής από την Ακαδημία Αθηνών προς τον άγνωστο ποιητή της Κύπρου. Το Βραβείο κερδήθηκε επάξια μέσω ενός αναλυτικού εισαγωγικού κειμένου, αποτέλεσμα ουσιαστικής αισθητικής εντρύφησης στα τρία εξέχοντα διαλεκτικά ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη, «Η Ανεράδα», «Η Χιώτισσα» και «Η 9η Ιουλίου του 1821», τα οποία και ανθολογεί στην εν λόγω έκδοση.
Όπως λέει ο ποιητής, «με την επιλογή του να γράψει στην κυπριακή διάλεκτο περιόρισε τη δυνατότητα να διαδοθεί το έργο του πανελληνίως, κατόρθωσε ωστόσο έτσι να μετατρέψει το ιδίωμα σε υψηλή ποίηση».
Η αγάπη και ο θαυμασμός του ποιητή για την κυπριακή διάλεκτο φανερώνεται από τη θέση του ότι «χωρίς την κυπριακή διάλεκτο δεν θα είμασταν σήμερα ελληνόφωνοι.»